Revista Latinoemerica de Poesía

Revista Latinoemerica de Poesía

post

AGATHI DIMITROUKA



AGHATI DIMITROUKA

Selección de Leonel Plazas Mendieta

 

ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΘΥΜΑΤΑ

Πίσω απ’ το φεγγάρι το γεμάτο
κρύβεται συχνά έν’ αδειανό,
κάνει τις καρδιές μας άνω κάτω
και ξαναγυρνά στον ουρανό.

Πίσω απ’ την αλήθεια κάποιο ψέμα
κρύβεται συχνά φαρμακερό
κι όσο βαφτιζόμαστε στο αίμα
λέμε πως νικάμε τον καιρό.

Του Θεού τα μάτια στάζουν θειάφι,
των ανθρώπων μένουνε κλειστά,
πώς να δουν η μοίρα τι τους γράφει,
ποιος πηγαίνει πίσω ποιος μπροστά.

Γκρέμισε τις στέγες και τους τοίχους,
θέλω απ’ τη βροχή σου να βραχώ
σάλπιγγα ψυχή μου βγάλε ήχους
κι έμπα στην καινούργια Ιεριχώ.

Ήρωες και θύματα πάμε χέρι χέρι
όλα τα νομίσματα όλα έχουν δυο πλευρές.

 


HÉROES Y VÍCTIMAS

Detrás de la luna llena
una luna vacía suele esconderse;
pone patas arriba nuestros corazones
y luego regresa al cielo.

Detrás de la verdad suele esconderse
una mentira venenosa;
y en cuanto nos bautizamos con sangre
decimos que vencemos el tiempo.

Gotea azufre de los ojos de Dios
mientras están cerrados los ojos de la gente,
¿cómo verán lo que el destino les escribe?
¿quién queda atrás, quien va delante?

Amado, derriba techos y paredes,
quiero estar mojada por tu lluvia;
como trompeta, mi alma, arroja sonidos
y entra en la nueva Jericó.

Héroes y víctimas vamos de la mano.
Todas las monedas tienen dos caras.

 

 

ΑΝ

Αν μου δίναν έν’ άλογο μαύρο
και μου λέγαν το δρόμο μου να βρω,
θα γινόμουν μεγάλο ποτάμι
που τη δίψα τ’ αλόγου μου θα ’σβηνε.

Αν μου δίναν κλωστές να κεντήσω
και μου λέγαν τον κόσμο να ντύσω,
θα ζητούσα να βρω περιστέρια
και στα χέρια μου μέσα θα κούρνιαζαν.

Αν μου δίναν τις πίκρες τους όλοι
και μου λέγαν να χτίσω μια πόλη,
θα ζωγράφιζα πράσινα σπίτια
και στον ήλιο τις πόρτες τους θ’ άνοιγα.

Όμως κανένας δε μου ’δωσε τίποτα.

 

SI

Si me dan un caballo negro
y me dicen: «Encuentra tu camino»,
yo me volvería un rio grande
para calmar la sed de mi caballo.

Si me dan hilos para bordar
y me dicen: «Viste el mundo»,
yo buscaría palomas
para anidarlas en mis brazos.

Si todos me dan sus amarguras
y me dicen: «Construye una ciudad»,
yo dibujaría casas verdes
para abrir sus puertas al sol.

Pero nadie me ha dado nada.

Traducción de Armando Romero

 

 

ΝΑΡΚΙΣΣΟΙ

Εγώ ’μαι μία πέτρα,
εσύ ’σαι άλλη πέτρα,
μαζί κυλάμε απ’ το ηφαίστειο.
Ποτέ δε σε περιέχω,
ποτέ δε με περιέχεις,
δυο μπάλες είμαστε από ασβέστιο.

Εγώ ’μαι μία όχθη,
εσύ ’σαι άλλη όχθη,
ποτάμια ανάμεσά μας χώρεσαν.
Τα χέρια μου τεντώνω,
τα χέρια σου τεντώνεις,
ποτέ να ενωθούν δεν μπόρεσαν.

Παράλληλες αισθήσεις,
απύθμενες ωθήσεις
σ’ αγνώστους ουρανούς μάς σήκωσαν.
Χιλιάδων χρόνων ήθη
γυρεύοντας τη λήθη
στου νου τις κατακόμβες τρύπωσαν.

Εγώ ’μαι μία μέρα
εσύ ’σαι άλλη μέρα
κηλίδα η νύχτα απροσδιόριστη.
Τον ήλιο μου σου δίνω,
τον ήλιο σου μου δίνεις,
στον ίδιο κόσμο είμαστε εξόριστοι.

 

DOS NARCISOS

Yo soy una piedra
tú eres otra,
juntos rodamos del volcán.
Yo nunca te contenido a ti
tampoco tú a mí,
somos dos esferas de cal.

Yo soy una orilla
tú eres otra,
ríos han cabido entre nosotros.
Mis manos tendidas a ti,
las tuyas a mí,
nunca lograron reunirse.

Sentidos paralelos,
impulsos insondables
nos elevaron a cielos ignotos.
Costumbres milenarias,
buscando el olvido,
en las catacumbas de la mente se han colado.

Yo soy un día
tu eres otro,
la noche es una semilla indefinible.
Te doy mi sol,
me das el tuyo,
exiliados somos en el mismo mundo.

 

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΑΒΕΛΛΑ

Της Ισαβέλλας άσπρισαν τα μάτια
και καταρράχτες βλέπουν από χιόνι ‒
θα φύγει και θα μείνω πάλι μόνη,
τον κόσμο να μετρώ με faux καράτια:

Με δήθεν τόλμη μ’ άψυχα γινάτια,
με δίκιο εκείνου που ’χει και πληρώνει
για να στηρίζοντ’ άμβωνες και θρόνοι
μες σε χλωμούς ναούς κι ωχρά παλάτια.

Το γυμνασμένο σώμα της κομμάτια
το παίρνει λίγο λίγο σαν κλεφτρόνι
ο σκύλος της ζωής που συγκεντρώνει
τα κόκαλά μας σ’ όμορφα δεμάτια.

Αχ, Ισαβέλλα, πριν ασπρίσει η μνήμη
γίνε και κάνε με κι εμένα αγρίμι.

 

PARA ISABEL

Los ojos de Isabel se han vuelto blancos,
sus cataratas sólo ven la nieve.
Ella se irá; me quedaré de nuevo sola,
midiendo al mundo en faux quilates.

Presunta osadía, desanimada ira
y el derecho de quien puede y paga
pulpitos y tronos
en templos pálidos y en palacios opacos.

Tu atlético cuerpo fragmentado.
El perro de la vida que reúne
nuestros huesos en hermosos haces,
lo hurta poco a poco como un ladrón.

Ay, Isabel, antes de que la memoria se ponga en blanco,
haz de ti, y también de mí, una fiera.

 


ΠΡΟΣΦΥΓΑΚΙ

—Κρυώνεις;
—Δεν είμαι μόνος.
—Αναπολείς;
—Δεν ήρθα μόνος.

Πέρασα κύματα βαμμένα μ’ αίμα
πέρασα θάλασσες σπαρμένες με κορμιά
πέρασα χρόνια σε υπόγεια μουχλιασμένα
με μόνη φλόγα τη μικρούλα αυτή καρδιά.

—Ξυπόλυτος;
—Να νιώθω τη στεριά στα πόδια μου.
—Ακίνητος;
—Να μη με κυνηγάς σαν τα παιδιά.

 

PEQUEÑO REFUGIADO.

― ¿Tienes frio?
¬—No estoy solo.
¬—¿Estás añorando?
—No he llegado solo.

He cruzado las olas pintadas con sangre
y los mares sembrados de cuerpos;
he pasado los años en sótanos cubiertos de moho
con la única llama de éste diminuto corazón.

¬—¿Descalzo?
—Para sentir bajo mis pies la tierra firme.
—¿Inmóvil?
—Para que no me persigas como a los niños.

 

 

ΑΠΟΛΛΩΝ

Σκιά σκουριάς στο μάρμαρο,
χρυσόσκονη σε πορσελάνη,
να διαφεύγει από το βλέμμα
η εγωπαθής σου ωραιότης.
Δε σε κοιτάζουν απευθείας,
ασπίδα τους ο Διόνυσος,
το προσωπείο,
ν’ ακούσουν απ’ τη λύρα σου
την ερμηνεία του χρησμού:
«Θεός που εξανθρωπίζεται,
ανθρωπινά πεθαίνει».

 

APOLO

Una sombra de óxido sobre el mármol,
oro en polvo sobre porcelana,
para que se escape de la vista
tu belleza ególatra.
Nadie te mira de frente,
todos tienen como escudo a Dionisio,
la máscara,
esperando escuchar por tu lira
la interpretación del oráculo:
«Dios que se humaniza,
muere como los humanos».

 

 

ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ

«Κοιτάζω τον ιππόκαμπο,
και πώς σου μοιάζει!»
μου λέει ο Ιπποκράτης γείτονας.
Μετράω τους σπονδύλους μου
μαζί με αποφύσεις.
«Αν κάτι περισσεύει, έχει καλώς»
μου σχολιάζει,
«αν κάτι λείπει, δεν πειράζει‧
να χαίρεσαι που δεν ανήκεις στα μαλάκια».
«Το φίδι;» τον ρωτώ.
«Τα θες όλα δικά σου» μου απαντάει,
«Το δηλητήριο
το ’χεις κι εσύ στο στόμα σου,
στη γλώσσα».

 

HIPÓCRATES

«Estoy mirando al hipocampo,
y ¡cómo se asemeja a ti!»
me dice Hipócrates, mi vecino.
Cuento mis espóndilos
y las apófisis también.
«Si algo sobra, toda está bien»,
comenta él,
«si algo falta, no importa;
alégrate de no pertenecer a los moluscos».
«¿La serpiente?», le pregunto.
«Quieres que se todo tuyo», me responde,
«El veneno
tú también lo tienes en la boca,
en la lengua».

 

AGATHI DIMITROUKA: Mesolongui, 1958. Poeta y traductora griega. Albacea del poeta Nikos Gatsos. Es autora de cuatro libros de poesía, ocho de literatura infantil, una autobiografía y más de cien letras de canciones. Ha colaborado con compositores de la talla de Manos Hadjidakis, Mikis Theodorakis, Charles Lloyd y Zulfú Livaneli, y con cantantes del renombre de Nana Mouskouri y María Farantouri. Su libro SI, un poema ilustrado por el catalán Tássies, ha ganado entre otros reconocimientos el BookIll de poesía ilustrada (Serbia, 2018), el White Raven (Alemania, 2019) y el Premio Nacional del libro infantil ilustrado (Grecia, 2019). Ha traducido del inglés diez libros infantiles y un volumen de cuentos de Andersen y, del español, casi cincuenta libros, entre ellos obras de Cervantes, García Lorca y Neruda. En el 2023 publica Laureles de silencio con la editorial Abisinia.    



Nuestras Redes